Πήγαινε στην Άνδρο, όχι καταχείμωνο, Αύγουστο μήνα,και ξανοίξου νύχτα πάνω απ το Γαύριο στα ξεροβούνια, τότε θα καταλάβεις την ιστορία που μας έλεγε η γιαγιά μας η Ελένη η Ανδριώτισσα για τον παππού της.
Αν σκεφτεί κανείς ότι η γιαγιά μου είχε γεννηθεί το 1902,συμπεραίνει πως η ιστορία αυτή έλαβε χώρα περί τα μέσα ή τέλη του προηγούμενου αιώνα, τότε δηλαδή που οι κοινωνίες ήταν μικρές, γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, χωρίς ηλεκτρισμό, που πάλευαν με τα στοιχεία της φύσεως , εξαρτιόνταν άμεσα απ αυτήν και που η ζωή τους ήταν γεμάτη από θρύλους και δοξασίες. Τότε που την φαντασία και την πραγματικότητα δεν χώριζε το βαθύ ποτάμι της επιστήμης. Τότε οι άνθρωποι πίστευαν βαθειά στον θεό και όλα τα μυστήρια της ζωής τα έλυνε η θρησκεία. Έφτανε κάποιος να πει ότι είδε τον Αϊ-Γιώργη χθες βράδυ να καλπάζει στον κάμπο και όλο το χωριό έπεφτε στα γόνατα και σταυροκοπιόταν. Την ιστορία διηγείται ο παπάς του χωριού Μυρμηγκιές,ο παππούς της γιαγιάς μου.
Ένα βράδυ ήρθαν και ειδοποίησαν τον παπά για κάποιον άρρωστο που είχε βαρύνει πολύ και έπρεπε οπωσδήποτε να κοινωνήσει. Πήρε λοιπόν το μουλάρι κι άρχισε να κατεβαίνει για να φτάσει σε κάποιο απ τα διπλανά χωριά. Ήταν χειμώνας, φυσούσε ένας αέρας που οι κορυφές των δέντρων ακουμπούσαν στη γη. Νύχτα σκοτεινή πήγαινε ο παπάς στην πλαγιά. Ποιό κάτω ο δρόμος έστριβε και ακολουθούσε την όχθη του ποταμού. Τι ποτάμι; Χαράδρα βαθειά. Εκεί που περπάταγε το μουλάρι κάτι ακούστηκε μέσα απ την ρεματιά σαν κλάμα μωρού, το ζώο σήκωσε τα δυο μπροστινά του πόδια αρνούμενο να προχωρήσει, τότε ξανακούστηκε το κλάμα του μωρού πιο δυνατό που ο αέρας το ‘κανε ν’ ακούγεται σα να ‘ναι δίπλα.«Μνήσθητί μου Κύριε!», λέει ο παπάς, «ποιοί αμαρτωλοί άφησαν το βρέφος στο ποτάμι!» Ξεκαβαλίκεψε και πήρε σιγά-σιγά να κατεβαίνει το γκρεμό μες το σκοτάδι να φτάσει κάτω στη ρεματιά. Όταν έφτασε πια τι να δει; Ένα μωρό μες τις πάνες να ‘χει σκάσει στο κλάμα.«Πω, πω αμαρτία», λέει ο παπάς, σκύβει και παίρνει το μωρό στην αγκαλιά του.«Ω, ω, ω, ω, ω, του κάνει για να το ηρεμήσει « Χριστός και Παναγία, ω ,ω, ω,». Κάπως λέει άρχισε να συνέρχεται. Κοίταξε ο παπάς το παιδί, τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα. «Ω, ω, ω, ω», έκανε και το παιδί σα να νανουρίζεται.«Ω, ω, ω, ω», και η φωνή του βάραινε σιγά-σιγά και πώς,άρχισε να μεγαλώνει μες την αγκαλιά του.«Ιησούς Χριστός νικάει…» λέει ο παπάς και τ’ αφήνει απ’ τα χέρια του.«Ω, ω, ω, ω,» έκανε το μωρό μόνο του. Ποιο μωρό; Ήταν ο ίδιος ο Σατανάς, που ψήλωνε-ψήλωνε και πήρε σιγά-σιγα να περπατάει ανηφορίζοντας το ποτάμι.« Ω, ω, ω, ω, ακουγόυαν τώρα από μακριά ώσπου χάθηκε απ’ τα μάτια του. Κι εκεί μες’ τη βαθειά χαράδρα άκουσε το ω, ω, ω, που γινότανε σιγά-σιγά χα, χα, χα.«Χα, χα, χα, χα,» τον κορόιδευε λέει διάβολος. Τι ΄ άλλο μπορούσε να κάνει στον ευλαβή ιερέα.«Χα, χα, χα, χα αντηχούσε το απόκοσμο γέλιο του μες τη λαγκαδιά ώσπου έσβησε πέρα μακριά, στα όρη στ’ άγρια βουνά.
Φέτος το καλοκαίρι- όχι χειμώνα, Αύγουστο μήνα- επισκέφτηκα για πρώτη φορά τα μέρη που γεννήθηκε η γιαγιά μου. Ένα βράδυ που φύσαγε δυνατός αέρας κυκλαδίτικος, βγήκα και περπάτησα νύχτα στα ξεροβούνια πάνω απ’ το Γαύριο. Θυμήθηκα αυτή την ιστορία που έλεγε η γιαγιά η Ελένη. Φέτος το καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα με μελτέμια…
Αν σκεφτεί κανείς ότι η γιαγιά μου είχε γεννηθεί το 1902,συμπεραίνει πως η ιστορία αυτή έλαβε χώρα περί τα μέσα ή τέλη του προηγούμενου αιώνα, τότε δηλαδή που οι κοινωνίες ήταν μικρές, γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, χωρίς ηλεκτρισμό, που πάλευαν με τα στοιχεία της φύσεως , εξαρτιόνταν άμεσα απ αυτήν και που η ζωή τους ήταν γεμάτη από θρύλους και δοξασίες. Τότε που την φαντασία και την πραγματικότητα δεν χώριζε το βαθύ ποτάμι της επιστήμης. Τότε οι άνθρωποι πίστευαν βαθειά στον θεό και όλα τα μυστήρια της ζωής τα έλυνε η θρησκεία. Έφτανε κάποιος να πει ότι είδε τον Αϊ-Γιώργη χθες βράδυ να καλπάζει στον κάμπο και όλο το χωριό έπεφτε στα γόνατα και σταυροκοπιόταν. Την ιστορία διηγείται ο παπάς του χωριού Μυρμηγκιές,ο παππούς της γιαγιάς μου.
Ένα βράδυ ήρθαν και ειδοποίησαν τον παπά για κάποιον άρρωστο που είχε βαρύνει πολύ και έπρεπε οπωσδήποτε να κοινωνήσει. Πήρε λοιπόν το μουλάρι κι άρχισε να κατεβαίνει για να φτάσει σε κάποιο απ τα διπλανά χωριά. Ήταν χειμώνας, φυσούσε ένας αέρας που οι κορυφές των δέντρων ακουμπούσαν στη γη. Νύχτα σκοτεινή πήγαινε ο παπάς στην πλαγιά. Ποιό κάτω ο δρόμος έστριβε και ακολουθούσε την όχθη του ποταμού. Τι ποτάμι; Χαράδρα βαθειά. Εκεί που περπάταγε το μουλάρι κάτι ακούστηκε μέσα απ την ρεματιά σαν κλάμα μωρού, το ζώο σήκωσε τα δυο μπροστινά του πόδια αρνούμενο να προχωρήσει, τότε ξανακούστηκε το κλάμα του μωρού πιο δυνατό που ο αέρας το ‘κανε ν’ ακούγεται σα να ‘ναι δίπλα.«Μνήσθητί μου Κύριε!», λέει ο παπάς, «ποιοί αμαρτωλοί άφησαν το βρέφος στο ποτάμι!» Ξεκαβαλίκεψε και πήρε σιγά-σιγά να κατεβαίνει το γκρεμό μες το σκοτάδι να φτάσει κάτω στη ρεματιά. Όταν έφτασε πια τι να δει; Ένα μωρό μες τις πάνες να ‘χει σκάσει στο κλάμα.«Πω, πω αμαρτία», λέει ο παπάς, σκύβει και παίρνει το μωρό στην αγκαλιά του.«Ω, ω, ω, ω, ω, του κάνει για να το ηρεμήσει « Χριστός και Παναγία, ω ,ω, ω,». Κάπως λέει άρχισε να συνέρχεται. Κοίταξε ο παπάς το παιδί, τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα. «Ω, ω, ω, ω», έκανε και το παιδί σα να νανουρίζεται.«Ω, ω, ω, ω», και η φωνή του βάραινε σιγά-σιγά και πώς,άρχισε να μεγαλώνει μες την αγκαλιά του.«Ιησούς Χριστός νικάει…» λέει ο παπάς και τ’ αφήνει απ’ τα χέρια του.«Ω, ω, ω, ω,» έκανε το μωρό μόνο του. Ποιο μωρό; Ήταν ο ίδιος ο Σατανάς, που ψήλωνε-ψήλωνε και πήρε σιγά-σιγα να περπατάει ανηφορίζοντας το ποτάμι.« Ω, ω, ω, ω, ακουγόυαν τώρα από μακριά ώσπου χάθηκε απ’ τα μάτια του. Κι εκεί μες’ τη βαθειά χαράδρα άκουσε το ω, ω, ω, που γινότανε σιγά-σιγά χα, χα, χα.«Χα, χα, χα, χα,» τον κορόιδευε λέει διάβολος. Τι ΄ άλλο μπορούσε να κάνει στον ευλαβή ιερέα.«Χα, χα, χα, χα αντηχούσε το απόκοσμο γέλιο του μες τη λαγκαδιά ώσπου έσβησε πέρα μακριά, στα όρη στ’ άγρια βουνά.
Φέτος το καλοκαίρι- όχι χειμώνα, Αύγουστο μήνα- επισκέφτηκα για πρώτη φορά τα μέρη που γεννήθηκε η γιαγιά μου. Ένα βράδυ που φύσαγε δυνατός αέρας κυκλαδίτικος, βγήκα και περπάτησα νύχτα στα ξεροβούνια πάνω απ’ το Γαύριο. Θυμήθηκα αυτή την ιστορία που έλεγε η γιαγιά η Ελένη. Φέτος το καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα με μελτέμια…
3 σχόλια:
:) όμορφη...
Σε φιλώ
Κ.
Εμείς να δεις πόσες τέτοιες ιστορίες έχουμε εδώ στην Κρήτη Ορφέα! Ένας μπάρμπας μου μου 'χει πει πολλές φορές για ένα "μικρό μαύρο ανθρωπάκι" που όταν ήτανε μικρός, κάθε που περνούσε με το γάϊδαρο απο ένα συγκεκριμένο σημείο, πηδούσε στα καπούλια του γαϊδάρου γελώντας και τον "πείραζε".
Αυτός όμως, λέει, δεν του 'δινε σημασία (έτσι του 'χε πει η μάνα του να κάνει), οπότε το "ανθρωπάκι" βαριότανε, πηδούσε απ' το γάϊδαρο και χανότανε στον κάμπο.
Να είσαι καλά και να μας γράφεις
όμορφα τραγούδια, σαν την ιστορία σου.
ΥΓ. Δεν ξέρω αν έκανα καλά, αλλά σε έβαλα στα link μου, για να μπορούν να σ' επισκέπτονται και οι δικοί μου αναγνώστες.
Την καλησπέρα μου.
orfeako na sou pw kai egw mia istorioula pou akousa ston panagopoulo
itane kapote lei enas pou eixe para poli plouto
lires poles oi apothikes gemates trofima ta zwntana xiliades ola tou pigenane omorfa
apo ygia akoma pio kala ta panta telia
kapote aftos pire tin apofasi kai fonakse kapion ftoxo kapion pou den eixe sto dromo mira kai tou lei
blepis ekeino to bouno ekei psila?
pare mia lira xrisi kai pigene ekeis epanw kai tha bris tin tixi kai na tis pis
ekei katw o arxonteas den theli alla ploutoi den theli alla trofima gemisane ola ta panta einai pliris kai se parakali na stamatisis na tou dinis
trexi o ftoxos pigeni epanw tin briski kai tis lei tis
tixis
o arxontas katw den theli alla ploutoi gemisane oi apothikes ftanoun osa tou exeis dosi kai se efxaristi
pigene katw antrhope mou kai pestou na ftiaxi nees apothikes na ftiaxi kai alla spiti giati akoma exei na tou dosw para pola
tote tis lei kai aftos o kakomiros
kali mou tixi tosa kai tosa tou edwses den mou dinis kai emana liga apo afta
girizi tote i tixi kai tou lei
traba katw sto xorio giati kai afti ti lira pou sou edwse o arxontas na kseris ekini tis wra kimomouna
afta orfeakomou
sou arese?????se agapw poli
Δημοσίευση σχολίου