Παραμονή πρωτοχρονιάς γνωριστήκαμε του 199..,όταν ο Κωστής Παπαγιώργης έμενε στο Χαλάνδρι κι εγώ στον Χολαργό.Τον πρωτοσυνάντησα σε μια ρεβεγιόν που οργάνωσε κοινή μας φίλη και έκτοτε μας ένωσε βαθιά φιλία.Με αφορμή τον Κωστή,ήρθα σε επαφή με όλους τους τότε φίλους και γνωστούς του,άσημους και διάσημους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών όπως ο Στέλιος ο Ράμφος,ο Ευγένιος Αρανίτσης αλλά κι ο Περικλής Γουλάκος ο ζωγράφος,ο Γιώργος Σιδερής ο ποιητής κ.α.Πολλά πρωινά πήγαινα σπίτι του,σε μια μικρή μονοκατοικία στο κάτω Χαλάνδρι κληροδότημα των γονιών του και ατέλειωτες συζητήσεις διασκέδαζαν τις αγωνίες μου και γλύκαιναν τον ενοχικό χαρακτήρα μου.Λέγαμε και κανένα τραγούδι.Του άρεσε θυμάμαι που κάποιος ειδικός βρέθηκε επί τέλους ν΄ αναγνωρίσει το ταλέντο του γιατί ο Παπαγιώργης τραγουδάει πολύ ωραία,αλλά τότε νόμιζε πως ήταν φάλτσος.Ωστόσο όμως,κάθε φορά που πήγαινα εκεί συνέβαινε το εξής αστείο που πάντα θα μένει χαραγμένο στη μνήμη μου.Ένα ελικόπτερο που πετούσε σε χαμηλό ύψος,την ίδια πάντα ώρα πάνω απ το σπίτι,διέκοπτε κάθε επικοινωνία και κατέλυε για λιγα δευτερόλεπτα την ζεστή συναναστροφή μας._ Περνάει ο στρατηγός,μου έλεγε και γελούσαμε.Πολύ κοντά απ το σπίτι ήταν το πεντάγωνο. Όπως όλα όμως τα ωραία τελειώνουν κάποτε στη ζωή,έτσι κι αυτή η γλυκιά συντροφιά τέλειωσε,Ευτυχώς όμως χωρίς να διακοπεί η ωραία και ακριβή φιλία μας.Ο Κωστής μετακόμισε στο κέντρο,στην Αθήνα,στο σπίτι των ονείρων του όπου ζει κάποια χρόνια τώρα κι εγώ έμεινα στον Χολαργό,να προσπαθώ πια μόνος μου να τιθασεύω τη χολή και τους θυμούς μου.Θα έλεγα ότι όλα εξελίχθηκαν φυσιολογικά και διευθετήθηκαν μια χαρά.Η μικρή κι ωραία μονοκατοικία επισκευάστηκε και βάφτηκε για να κατοικήσει ο φίλος Τάσος με τη γυναίκα του,ο κήπος φυτεύτηκε και κυρίως το μεγάλο γιασεμί στην πρόσοψη του σπιτιού,στέκει ακόμα αγέρωχο να θυμίζει ότι εκεί μένουν άνθρωποι γλυκείς και ευγενικοί σαν το άρωμά του.Βεβαίως ο στρατηγός περνάει ακόμα τα πρωινά και προχθές με την πυρκαγιά της Παρνηθάς αναρωτήθηκα:Δεν θα μπορούσε ο στρατηγός σήμερα να πάει με τα πόδια στο Επιτελείο και το ελικόπτερο να πάει να επιβλέψει στον Εθνικό Δρυμό που κινδυνεύει;
Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007
Η Γιαγιά η Ελένη η Ανδριώτισσα
Πήγαινε στην Άνδρο, όχι καταχείμωνο, Αύγουστο μήνα,και ξανοίξου νύχτα πάνω απ το Γαύριο στα ξεροβούνια, τότε θα καταλάβεις την ιστορία που μας έλεγε η γιαγιά μας η Ελένη η Ανδριώτισσα για τον παππού της.
Αν σκεφτεί κανείς ότι η γιαγιά μου είχε γεννηθεί το 1902,συμπεραίνει πως η ιστορία αυτή έλαβε χώρα περί τα μέσα ή τέλη του προηγούμενου αιώνα, τότε δηλαδή που οι κοινωνίες ήταν μικρές, γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, χωρίς ηλεκτρισμό, που πάλευαν με τα στοιχεία της φύσεως , εξαρτιόνταν άμεσα απ αυτήν και που η ζωή τους ήταν γεμάτη από θρύλους και δοξασίες. Τότε που την φαντασία και την πραγματικότητα δεν χώριζε το βαθύ ποτάμι της επιστήμης. Τότε οι άνθρωποι πίστευαν βαθειά στον θεό και όλα τα μυστήρια της ζωής τα έλυνε η θρησκεία. Έφτανε κάποιος να πει ότι είδε τον Αϊ-Γιώργη χθες βράδυ να καλπάζει στον κάμπο και όλο το χωριό έπεφτε στα γόνατα και σταυροκοπιόταν. Την ιστορία διηγείται ο παπάς του χωριού Μυρμηγκιές,ο παππούς της γιαγιάς μου.
Ένα βράδυ ήρθαν και ειδοποίησαν τον παπά για κάποιον άρρωστο που είχε βαρύνει πολύ και έπρεπε οπωσδήποτε να κοινωνήσει. Πήρε λοιπόν το μουλάρι κι άρχισε να κατεβαίνει για να φτάσει σε κάποιο απ τα διπλανά χωριά. Ήταν χειμώνας, φυσούσε ένας αέρας που οι κορυφές των δέντρων ακουμπούσαν στη γη. Νύχτα σκοτεινή πήγαινε ο παπάς στην πλαγιά. Ποιό κάτω ο δρόμος έστριβε και ακολουθούσε την όχθη του ποταμού. Τι ποτάμι; Χαράδρα βαθειά. Εκεί που περπάταγε το μουλάρι κάτι ακούστηκε μέσα απ την ρεματιά σαν κλάμα μωρού, το ζώο σήκωσε τα δυο μπροστινά του πόδια αρνούμενο να προχωρήσει, τότε ξανακούστηκε το κλάμα του μωρού πιο δυνατό που ο αέρας το ‘κανε ν’ ακούγεται σα να ‘ναι δίπλα.«Μνήσθητί μου Κύριε!», λέει ο παπάς, «ποιοί αμαρτωλοί άφησαν το βρέφος στο ποτάμι!» Ξεκαβαλίκεψε και πήρε σιγά-σιγά να κατεβαίνει το γκρεμό μες το σκοτάδι να φτάσει κάτω στη ρεματιά. Όταν έφτασε πια τι να δει; Ένα μωρό μες τις πάνες να ‘χει σκάσει στο κλάμα.«Πω, πω αμαρτία», λέει ο παπάς, σκύβει και παίρνει το μωρό στην αγκαλιά του.«Ω, ω, ω, ω, ω, του κάνει για να το ηρεμήσει « Χριστός και Παναγία, ω ,ω, ω,». Κάπως λέει άρχισε να συνέρχεται. Κοίταξε ο παπάς το παιδί, τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα. «Ω, ω, ω, ω», έκανε και το παιδί σα να νανουρίζεται.«Ω, ω, ω, ω», και η φωνή του βάραινε σιγά-σιγά και πώς,άρχισε να μεγαλώνει μες την αγκαλιά του.«Ιησούς Χριστός νικάει…» λέει ο παπάς και τ’ αφήνει απ’ τα χέρια του.«Ω, ω, ω, ω,» έκανε το μωρό μόνο του. Ποιο μωρό; Ήταν ο ίδιος ο Σατανάς, που ψήλωνε-ψήλωνε και πήρε σιγά-σιγα να περπατάει ανηφορίζοντας το ποτάμι.« Ω, ω, ω, ω, ακουγόυαν τώρα από μακριά ώσπου χάθηκε απ’ τα μάτια του. Κι εκεί μες’ τη βαθειά χαράδρα άκουσε το ω, ω, ω, που γινότανε σιγά-σιγά χα, χα, χα.«Χα, χα, χα, χα,» τον κορόιδευε λέει διάβολος. Τι ΄ άλλο μπορούσε να κάνει στον ευλαβή ιερέα.«Χα, χα, χα, χα αντηχούσε το απόκοσμο γέλιο του μες τη λαγκαδιά ώσπου έσβησε πέρα μακριά, στα όρη στ’ άγρια βουνά.
Φέτος το καλοκαίρι- όχι χειμώνα, Αύγουστο μήνα- επισκέφτηκα για πρώτη φορά τα μέρη που γεννήθηκε η γιαγιά μου. Ένα βράδυ που φύσαγε δυνατός αέρας κυκλαδίτικος, βγήκα και περπάτησα νύχτα στα ξεροβούνια πάνω απ’ το Γαύριο. Θυμήθηκα αυτή την ιστορία που έλεγε η γιαγιά η Ελένη. Φέτος το καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα με μελτέμια…
Αν σκεφτεί κανείς ότι η γιαγιά μου είχε γεννηθεί το 1902,συμπεραίνει πως η ιστορία αυτή έλαβε χώρα περί τα μέσα ή τέλη του προηγούμενου αιώνα, τότε δηλαδή που οι κοινωνίες ήταν μικρές, γεωργοί ή κτηνοτρόφοι, χωρίς ηλεκτρισμό, που πάλευαν με τα στοιχεία της φύσεως , εξαρτιόνταν άμεσα απ αυτήν και που η ζωή τους ήταν γεμάτη από θρύλους και δοξασίες. Τότε που την φαντασία και την πραγματικότητα δεν χώριζε το βαθύ ποτάμι της επιστήμης. Τότε οι άνθρωποι πίστευαν βαθειά στον θεό και όλα τα μυστήρια της ζωής τα έλυνε η θρησκεία. Έφτανε κάποιος να πει ότι είδε τον Αϊ-Γιώργη χθες βράδυ να καλπάζει στον κάμπο και όλο το χωριό έπεφτε στα γόνατα και σταυροκοπιόταν. Την ιστορία διηγείται ο παπάς του χωριού Μυρμηγκιές,ο παππούς της γιαγιάς μου.
Ένα βράδυ ήρθαν και ειδοποίησαν τον παπά για κάποιον άρρωστο που είχε βαρύνει πολύ και έπρεπε οπωσδήποτε να κοινωνήσει. Πήρε λοιπόν το μουλάρι κι άρχισε να κατεβαίνει για να φτάσει σε κάποιο απ τα διπλανά χωριά. Ήταν χειμώνας, φυσούσε ένας αέρας που οι κορυφές των δέντρων ακουμπούσαν στη γη. Νύχτα σκοτεινή πήγαινε ο παπάς στην πλαγιά. Ποιό κάτω ο δρόμος έστριβε και ακολουθούσε την όχθη του ποταμού. Τι ποτάμι; Χαράδρα βαθειά. Εκεί που περπάταγε το μουλάρι κάτι ακούστηκε μέσα απ την ρεματιά σαν κλάμα μωρού, το ζώο σήκωσε τα δυο μπροστινά του πόδια αρνούμενο να προχωρήσει, τότε ξανακούστηκε το κλάμα του μωρού πιο δυνατό που ο αέρας το ‘κανε ν’ ακούγεται σα να ‘ναι δίπλα.«Μνήσθητί μου Κύριε!», λέει ο παπάς, «ποιοί αμαρτωλοί άφησαν το βρέφος στο ποτάμι!» Ξεκαβαλίκεψε και πήρε σιγά-σιγά να κατεβαίνει το γκρεμό μες το σκοτάδι να φτάσει κάτω στη ρεματιά. Όταν έφτασε πια τι να δει; Ένα μωρό μες τις πάνες να ‘χει σκάσει στο κλάμα.«Πω, πω αμαρτία», λέει ο παπάς, σκύβει και παίρνει το μωρό στην αγκαλιά του.«Ω, ω, ω, ω, ω, του κάνει για να το ηρεμήσει « Χριστός και Παναγία, ω ,ω, ω,». Κάπως λέει άρχισε να συνέρχεται. Κοίταξε ο παπάς το παιδί, τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα. «Ω, ω, ω, ω», έκανε και το παιδί σα να νανουρίζεται.«Ω, ω, ω, ω», και η φωνή του βάραινε σιγά-σιγά και πώς,άρχισε να μεγαλώνει μες την αγκαλιά του.«Ιησούς Χριστός νικάει…» λέει ο παπάς και τ’ αφήνει απ’ τα χέρια του.«Ω, ω, ω, ω,» έκανε το μωρό μόνο του. Ποιο μωρό; Ήταν ο ίδιος ο Σατανάς, που ψήλωνε-ψήλωνε και πήρε σιγά-σιγα να περπατάει ανηφορίζοντας το ποτάμι.« Ω, ω, ω, ω, ακουγόυαν τώρα από μακριά ώσπου χάθηκε απ’ τα μάτια του. Κι εκεί μες’ τη βαθειά χαράδρα άκουσε το ω, ω, ω, που γινότανε σιγά-σιγά χα, χα, χα.«Χα, χα, χα, χα,» τον κορόιδευε λέει διάβολος. Τι ΄ άλλο μπορούσε να κάνει στον ευλαβή ιερέα.«Χα, χα, χα, χα αντηχούσε το απόκοσμο γέλιο του μες τη λαγκαδιά ώσπου έσβησε πέρα μακριά, στα όρη στ’ άγρια βουνά.
Φέτος το καλοκαίρι- όχι χειμώνα, Αύγουστο μήνα- επισκέφτηκα για πρώτη φορά τα μέρη που γεννήθηκε η γιαγιά μου. Ένα βράδυ που φύσαγε δυνατός αέρας κυκλαδίτικος, βγήκα και περπάτησα νύχτα στα ξεροβούνια πάνω απ’ το Γαύριο. Θυμήθηκα αυτή την ιστορία που έλεγε η γιαγιά η Ελένη. Φέτος το καλοκαίρι, Αύγουστο μήνα με μελτέμια…
Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007
Φωτοβολίδα
Τι είναι το τραγούδι για κάποιον που γράφει για πρώτη φορά;Κάτι σαν νόημα με τα μάτια,σαν γκριμάτσα και σαν υπονοούμενο.Έτσι αισθάνεσαι όταν γράφεις το πρώτο σου τραγούδι.Σου ΄ρχεται μια μελωδία μαγική,βάζεις τα πρώτα λόγια και κολλάς…δεν ξέρεις τη συνέχεια,ξετυλίγεις τότε τον μεγάλο πάπυρο της ζωής σου,πας όσο πιο πίσω γίνεται,ξαναθυμάσαι λεπτομέρειες μα δεν σου λένε τίποτα και πας μπροστά,διαβάζεις τα μελλούμενα,τρομάζεις,αγαλιάζεις,χαίρεσαι και λυπάσαι,τα προσαρμόζεις όλα αυτά πάνω στη μελωδία που θέλει και συνέχεια.Τότε μια ξένη μελωδία σου ΄ρχεται μα δεν το ξέρεις απ τη πρώτη στιγμή.Της βάζεις τα καινούρια λόγια και τότε αυτή γίνεται δικιά σου.Ως δια μαγείας φτιάχνεις την πρώτη σου συλλαβή,σε πλημμυρίζει ανείπωτη χαρά που έστω και κουτσά-στραβά κατάφερες να βγεις επιτέλους απ΄ την αιώνια σιωπή σου,να μιλήσεις με τον έξω κόσμο.Πέφτεις να κοιμηθείς κατάκοπος μα ευτυχισμένος και βλέπεις στον ύπνο σου μια γιορτή.Είσαι σ΄ ένα πανυγήρι;Στο προαύλιο μιας εκκλησίας την ανάσταση;Ξυπνάς το πρωί και δεν θυμάσαι ακριβώς μια λέξη που άκουγες στον ύπνο σου.Ξαναπαίζεις το χθεσινό τραγούδι που εξακολουθεί να σ΄ αρέσει."Το πέτυχα, το πέτυχα, αρχίζω να τ΄ αγαπάω"μονολογείς και θες να το εμπλουτίσεις να πάρει κάτι απ΄ τη χαρά της γιορτής που έβλεπες στον ύπνο σου,να έχει κάτι απ το υλικό των ονείρων για να τα ακούν να ονειρεύονται κι οι άλλοι μα ακόμα δεν θυμήθηκες τη λέξη ώσπου ξαφνικά σου ΄ρχεται στο στόμα.Όχι, δε την θυμήθηκες,σου ΄ρθε από μόνη της…
Υλαγιαλή
Τρελάθηκε ο Αντώνης.Πάει.Μια νύχτα την είχε δει λοστρόμο σ ένα κότερο αραγμένο αρόδο έξω απ τη Χαλκίδα.Πριν ξημερώσει σαλπάρησε…Ήταν εκεί αυτή πάνω στο κότερο όλη νύχτα μα κανείς δεν την είδε.Ρώταγε και ξαναρώταγε ο Αντώνης την άλλη μέρα.Τίποτα.Κανείς δεν είχε δει ούτε κότερο ούτε λοστρόμους.Από τότε αγνάντευε απ του Μάλλιου με τις ώρες κάθε σούρουπο το λιμάνι,τη γέφυρα.Κι αυτή η γέφυρα;Τότε που την έφτιαξαν περνούσαν κάρα και γαϊδουράκια,αμαξάκια με άλογα και κορίτσια όχι βοθραντζίδικα,μπετονιέρες και νταλίκες.Βρε,θα την ξεκατινιάσουν τη γέφυρα και θα πέσει ξεσανιδωμένη μες τα νερά του Ευβοϊκού και θα ξεκόψει η Χαλκίδα,θα χωρίσουν για πάντα οι στεριές και οι καρδιές μας.Κι όλο μιλάει κι ανεμολογάει ο Αντώνης ο Σουρούτης.Τι το ΄θελε κι εκείνος ο καπετάνιος να του πει τότε ότι είχε δει μια κοπέλα κάποτε σ ένα κότερο στις Βόρειες θάλασσες;Μια Μαίρη-έτσι του ΄πε πως τη λέγανε-που φώτιζε σαν ήλιος μες στη νύχτα;Κι απ τους φάρους πιο φωτεινή ήτανε;Πιο αληθινή κι απ τα παραμύθια;Έτσι πήρε των ομματιών του κι έφυγε ένα βράδυ.Ανέβηκε στη βάρκα με τα κουπιά να πάει…που να πάει;Μα να βρει τη Μαίρη ντε!Και εϊ ωπ,εϊ ωπ, τα κουπιά.Τι εϊ ωπ;Υλα-γιαλή,Υλα-γιαλή,έδινε τον ρυθμό μόνος του να περάσει το μπουγάζι,να πάει απέναντι στις Βόρειες θάλασσες.Να βγεί στο λιμάνι της Χριστιάνιας πριν φτάσει η αυγή να βρει τη Μαίρη Δεπάνου,να του θυμίσει το τραγούδι που τραγουδούσε εκείνο το βράδυ.Να την παρακαλέσει ν΄ αφήσει στέρεη τη γέφυρα,μην πέσει και χωριστούν οι στεριές και χωρίσουν οι καρδιές από τα όνειρα και ρημάξει η ζωή μας.
Θαύματα γίνονται κάτω στο λιμάνι.Την άλλη μέρα στέρεη και κομψή η γέφυρα της Χαλκίδας υψώνει πάνωθέ του το κατάφωτο τόξο της και η μια της άκρη ακουμπάει στο μώλο της Χριστιάνιας.Έτσι έμεινε όλη μέρα κι όταν σουρούπωσε, το φεγγάρι έγειρε προς τη δύση,τη φώτιζε πλάγια.Ούτε βροντερές μπουλντόζες ούτε αλαζονικές νταλίκες ούτε βιαστικές μπετονιέρες.Απο τη βορεινή πλευρά,της Χριστιάνιας,στο κατάστρωμα της γέφυρας μπαίνει ένα λιγνό και ψηλομέτωπο ελάφι.Θεέ μου!Τι ελάφι!...»Τάρανδος είναι,θα γίνει ελάφι όταν φτάσει στη μέση,εκεί που δένουν οι στεριές…»
Οσο για τον Αντώνη τον Σουρούτη θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν ξανακούστηκε,ούτε ποτέ κανείς τον ξανα ΄δε αλλά κι έτσι ακριβώς δεν είναι. Μήπως βρήκε κάποιο άλλο μέρος,ένα νέο παρατηρητήριο να βλέπει την καινούρια γέφυρα,να μείνει εκεί ποιος ξέρει πόσα,τριακόσια- τετρακόσια χρόνια μέχρι να παλιώσει κι αυτή να βρει μια δικαιολογία να ξαναπάει στη Μαίρη Δεπάνου,στη Μαίρη του,να πέσει στα πόδια της να κρατήσει τη γέφυρα στέρεη,μην πέσει και χωριστούν οι στεριές και χωρίσουν οι καρδιές απ΄τα όνειρα και ρημάξει η ζωή μας;
Μια περίληψη του διηγήματος Υλαγιαλή της γέφυρας απο το βιβλίο του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου Λιμενάρχης Ευρίπου 1993 εκδ.ΚΕΔΡΟΣ.Τα έντονα γράμματα είναι απο το πρωτότυπο και ο επίλογος δικός μου.
Τρελάθηκε ο Αντώνης.Πάει.Μια νύχτα την είχε δει λοστρόμο σ ένα κότερο αραγμένο αρόδο έξω απ τη Χαλκίδα.Πριν ξημερώσει σαλπάρησε…Ήταν εκεί αυτή πάνω στο κότερο όλη νύχτα μα κανείς δεν την είδε.Ρώταγε και ξαναρώταγε ο Αντώνης την άλλη μέρα.Τίποτα.Κανείς δεν είχε δει ούτε κότερο ούτε λοστρόμους.Από τότε αγνάντευε απ του Μάλλιου με τις ώρες κάθε σούρουπο το λιμάνι,τη γέφυρα.Κι αυτή η γέφυρα;Τότε που την έφτιαξαν περνούσαν κάρα και γαϊδουράκια,αμαξάκια με άλογα και κορίτσια όχι βοθραντζίδικα,μπετονιέρες και νταλίκες.Βρε,θα την ξεκατινιάσουν τη γέφυρα και θα πέσει ξεσανιδωμένη μες τα νερά του Ευβοϊκού και θα ξεκόψει η Χαλκίδα,θα χωρίσουν για πάντα οι στεριές και οι καρδιές μας.Κι όλο μιλάει κι ανεμολογάει ο Αντώνης ο Σουρούτης.Τι το ΄θελε κι εκείνος ο καπετάνιος να του πει τότε ότι είχε δει μια κοπέλα κάποτε σ ένα κότερο στις Βόρειες θάλασσες;Μια Μαίρη-έτσι του ΄πε πως τη λέγανε-που φώτιζε σαν ήλιος μες στη νύχτα;Κι απ τους φάρους πιο φωτεινή ήτανε;Πιο αληθινή κι απ τα παραμύθια;Έτσι πήρε των ομματιών του κι έφυγε ένα βράδυ.Ανέβηκε στη βάρκα με τα κουπιά να πάει…που να πάει;Μα να βρει τη Μαίρη ντε!Και εϊ ωπ,εϊ ωπ, τα κουπιά.Τι εϊ ωπ;Υλα-γιαλή,Υλα-γιαλή,έδινε τον ρυθμό μόνος του να περάσει το μπουγάζι,να πάει απέναντι στις Βόρειες θάλασσες.Να βγεί στο λιμάνι της Χριστιάνιας πριν φτάσει η αυγή να βρει τη Μαίρη Δεπάνου,να του θυμίσει το τραγούδι που τραγουδούσε εκείνο το βράδυ.Να την παρακαλέσει ν΄ αφήσει στέρεη τη γέφυρα,μην πέσει και χωριστούν οι στεριές και χωρίσουν οι καρδιές από τα όνειρα και ρημάξει η ζωή μας.
Θαύματα γίνονται κάτω στο λιμάνι.Την άλλη μέρα στέρεη και κομψή η γέφυρα της Χαλκίδας υψώνει πάνωθέ του το κατάφωτο τόξο της και η μια της άκρη ακουμπάει στο μώλο της Χριστιάνιας.Έτσι έμεινε όλη μέρα κι όταν σουρούπωσε, το φεγγάρι έγειρε προς τη δύση,τη φώτιζε πλάγια.Ούτε βροντερές μπουλντόζες ούτε αλαζονικές νταλίκες ούτε βιαστικές μπετονιέρες.Απο τη βορεινή πλευρά,της Χριστιάνιας,στο κατάστρωμα της γέφυρας μπαίνει ένα λιγνό και ψηλομέτωπο ελάφι.Θεέ μου!Τι ελάφι!...»Τάρανδος είναι,θα γίνει ελάφι όταν φτάσει στη μέση,εκεί που δένουν οι στεριές…»
Οσο για τον Αντώνη τον Σουρούτη θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν ξανακούστηκε,ούτε ποτέ κανείς τον ξανα ΄δε αλλά κι έτσι ακριβώς δεν είναι. Μήπως βρήκε κάποιο άλλο μέρος,ένα νέο παρατηρητήριο να βλέπει την καινούρια γέφυρα,να μείνει εκεί ποιος ξέρει πόσα,τριακόσια- τετρακόσια χρόνια μέχρι να παλιώσει κι αυτή να βρει μια δικαιολογία να ξαναπάει στη Μαίρη Δεπάνου,στη Μαίρη του,να πέσει στα πόδια της να κρατήσει τη γέφυρα στέρεη,μην πέσει και χωριστούν οι στεριές και χωρίσουν οι καρδιές απ΄τα όνειρα και ρημάξει η ζωή μας;
Μια περίληψη του διηγήματος Υλαγιαλή της γέφυρας απο το βιβλίο του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου Λιμενάρχης Ευρίπου 1993 εκδ.ΚΕΔΡΟΣ.Τα έντονα γράμματα είναι απο το πρωτότυπο και ο επίλογος δικός μου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)